Με διστακτικά βήματα προχώρησα προς το πυκνό δάσος που ανοιγόταν μπροστά μου. Απόλυτη σιωπή είχε αντικαταστήσει το άλλωτε ζεστό και φιλόξενο κάλεσμά του. Φτάνοντας στις παρυφές ένιωσα μια ξαφνική πνόη ψυχρού, υγρού αέρα να πέφτει στο πρόσωπό μου. Το δαδί μου τρεμόπαιξε, έσβησε, έπεσε από το χέρι μου. Προσπάθησα να ανασάνω βαθιά, αλλά κάτι πλάκωνε το στήθος μου. Προχώρησα. Τα δέντρα έτριζαν γύρω μου και, αν και δεν μπορούσα να δω καθαρά, είχα την τρομακτική εντύπωση πως έκλειναν πίσω μου, πως έσκυβαν πάνω από το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά, εχθρικά.
Περπάτησα ώρα πολλή, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου και τον προσανατολισμό μου. Τα κλαδιά που κάποτε με χάιδευαν στο πέρασμά τους, τώρα σέρναν τα σκληρά τους αγκάθια πάνω στο δέρμα μου ματώνοντας το. Μια στιγμή σκόνταψα σε μια ρίζα και έπεσα καταπρόσωπο στο νωτισμένο χώμα. Η μυρωδιά της γής, που πριν καιρό με ξύπναγε και με αναζωογονούσε, αυτή τη φορά μου έκαψε τα πνευμόνια.
Την οριακή εκείνη στιγμή που ένιωσα την τελευταία ρανίδα δύναμης να εγκαταλείπει το σώμα μου, ένα δυνατό φως άστραψε μπροστά μου. Καλύπτοντας όπως όπως τα μάτια μου με το ένα μου χέρι, κατευθύνθηκα προς το μέρος του παραπατώντας σε μια τεθλασμένη πορεία. Τα δέντρα και οι θάμνοι άνοιξαν μπροστά μου και βρέθηκα σε ένα ξέφωτο, πλημμυρισμένο από την εκτυφλωτική λάμψη. Με δυσκολία διέκρινα την απροσδιόριστη, βαριά φιγούρα που στάθηκε μπροστά μου. Μια βροντερή φωνή τράνταξε το έδαφος. «Ανόητε θνητέ, καιρό τώρα παρακολουθώ το αξιολύπητο ολίσθημά σου από το δρόμο της αρετής, σε αυτόν της παρακμής και της μαλθακότητας. Μήπως νόμιζες πως θα ξεφύγεις της προσοχής μου;» Έντρομος, έπεσα στα γόνατα. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου!», ψέλλισα, «Ξέρω πως έχω χάσει την εύνοιά σου.» Το αργό χτύπημα των βαριών οπλών του, καθώς με πλησίασε, ήχησε στα αυτιά μου σαν τις δυσοίωνες καμπάνες μιας πένθιμης λειτουργίας. Μαζεύοντας το κουράγιο μου, σήκωσα τα μάτια και τον αντίκρισα να στέκει από πάνω μου. Το πυκνό γένι, το στόμα που άφριζε, τα ρουθούνια που κάπνιζαν θυμωμένα, τα μάτια κάρβουνα καρφωμένα σε ένα πύρινο, επιτιμητικό βλέμμα, τα πελώρια, κυρτά κέρατα. «Είσαι έτοιμος να δεχθείς την κρίση του Αίγαγρου;», φώναξε...