Πρόσφατα βρέθηκα κολλημένος σε ένα φοβερό μποτιλιάρισμα σε έναν ελληνικό επαρχιακό δρόμο. Η ουρά των αυτοκινήτων συνεχιζόταν για χιλιόμετρα μπροστά μου και η κατάσταση ήταν σχεδόν απελπιστική. Είναι νόμος (όχι του Μέρφυ ρε, δεν είναι όλα "ο νόμος του Μέρφυ"!) πως όταν κάτι σου τεντώνει τα νεύρα, σχεδόν πάντα συμβαίνει και κάτι άλλο που σου τα σπάει εντελώς. Έτσι και αυτή τη φορά. Ένα γαϊδούρι της οικουμένης έκανε την εμφανισή του και οδηγώντας στη λωρίδα του αντίθετου ρεύματος άρχισε να προσπερνάει τα χιλιόμετρα μπουχτισμένων οδηγών, προφανώς θεωρώντας ότι ήταν πιο έξυπνος από όλους. Φυσικά του κατέβασα τα καντήλια που του άξιζαν, προσθέτοντας επιπλέον την αυτονόητη παρατήρηση ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν πέθαινε. Συχνά κάνω αυτή την παρατήρηση όταν αρμόζει και, όταν αυτό συμβαίνει ενώπιον άλλων, σχεδόν πάντα βρίσκεται κάποιος που με επιπλήττει για αυτή την "υπερβολή" μου λέγοντας πως "δεν είναι πράγματα αυτά" ή κάτι αντίστοιχο. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πού είναι το πρόβλημα με το να λες κάτι τέτοιο. Σάμπως είπα ότι θα τον σκότωνα ο ίδιος; Ή και να το έλεγα, τρέχει τίποτα μέχρι να το κάνω; Ότι θα ήταν καλύτερος ο κόσμος είπα. Τί πιο απλό και αυτονόητο;
"Μα να πεθάνει ο άνθρωπος για μια καφρίλα στο δρόμο; Εντάξει, είναι μαλάκας! Αλλά να πεθάνει;"
Αυτό που από ότι φαίνεται δέν γίνεται αντιληπτό από κάποιους είναι πως ο τύπος που σε πηδάει παρανόμως στο μποτιλιάρισμα το κάνει γιατί θεωρεί πως έχει το δικαίωμα να σε πηδάει γενικώς. Επειδή μπορεί. Και πως χωρίς αμφιβολία το κάνει. Σε πηδάει στην ουρά για τον καφέ. Σε πηδάει στην ουρά της εφορίας. Σε πηδάει βάζοντας τη μουσική στο κακόγουστο "κωλοφτιαγμένο" αυτοκίνητό του στο τέρμα για να γυρνάει τα κεφάλια. Σε πηδάει παρκάροντας στη διάβαση ή πάνω στο πεζοδρόμιο. Σε πηδάει τρέχοντας σαν τρελός και θέτοντας τη ζωή σου σε κίνδυνο. Σε πηδάει στο στρατό επειδή έχει βίσμα. Σε πηδάει στις προσλήψεις του δημοσίου γιατί είναι κομματόσκυλο ή ξέρει τον τάδε. Σε πηδάει στο νοσοκομείο που πας να γίνεις καλά. Σε πηδάει, σε πηδάει, σε πηδάει, καταχρώμενος χυδαία κάθε δύναμη, κάθε εξουσία, κάθε δυνατότητα που θα κακοπέσει στα χέρια του.
Όπως η Φανή Χαλκιά, που με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό με τον προαναφερθέντα μαλάκα τίγκαρε στη ντόπα και πήδαγε τα εμπόδια. Και μαζί και ένα σωρό κόσμο. Τους άλλους αθλητές πρώτα πρώτα, που πάλευαν να αναδειχθούν με (πιο) τίμια μέσα. Τα κορόιδα που τη θαύμαζαν σαν υπόδειγμα αθλήτριας έπειτα. Και τέλος, όλους τους Έλληνες φορολογούμενους που πληρώνουν τα προνόμια που της παρέχει το ελληνικό κράτος στην κακομοιρίστικη αγωνία του να ανταμοίψει αυτούς που δήθεν εξασφαλίζουν την προβολή της χώρας παίρνοντας μετάλλια. Στην πραγματικότητα βέβαια, καμια προβολή δεν εξασφαλίζουν. Σοβαρά, υπάρχει κανένας Έλληνας που απέκτησε καλύτερη γνώμη για το Τρινινταντ και Τομπάγκο ή αποφάσισε να το επισκεφτεί εξαιτίας των ολυμπιονικών του; Ή αφήνοντας αυτό το ακραίο παραδειγμα, υπάρχει κάποιος που απέκτησε καλύτερη γνώμη για τη Γερμανία ή τη Ρωσία, χώρες που κερδίζουν ένα σωρό μετάλλια σε κάθε Ολυμπιάδα; Όχι βέβαια...
Κάθε άνθρωπος έχει την ανάγκη να αισθάνεται πως κάτι αξίζει. Όταν σε ατόμικό επίπεδο δεν πείθεις τον εαυτό σου και τους άλλους, το ρίχνεις σχεδον αναπόφευκτα στο εθνικό. Οι Έλληνες κουβαλάμε μια ένδοξη ιστορία γεμάτη πολιτιστικά και στρατιωτικά επιτεύγματα που προσφέρεται ως τέτοιου είδους καταφύγιο. Το πρόβλημα βέβαια, είναι ότι έχουμε προ πολλού παραδώσει τα πρωτεία σε όλους τους τομείς. Επειδή λοιπόν νιώθουμε πως υπάρχει ένα μέρος της οντότητας μας του οποίου πρέπει να είμαστε αντάξιοι και δεν είμαστε, επειδή μας πέφτει βαρύ που μας κουμαντάρουν αυτοί που ήταν "ακόμα πάνω στα δέντρα όταν εμείς κάναμε πολιτισμό", σπεύδουμε να πιαστούμε από κάθε υποψία ένδειξης ότι αξίζουμε και σήμερα κάτι παραπάνω από τους άλλους. Τέτοιες ενδείξεις είναι και τα μετάλλια στους Ολυμπιακούς. Για να μπορούμε λοιπόν να διασκεδάζουμε κάθε τέσσερα χρόνια τη μιζέρια και τα κόμπλεξ μας, έχουμε κατασκευάσει στην Ελλάδα μια μίνι βιομηχανία μεταλλίων, προσφέροντας απίθανα πράγματα στους αθλητές που θα μας τα φέρουν και κάνοντας τα στραβά μάτια στην ντόπα.
Αμέσως μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στην Ολυμπιάδα της Αθήνας, η Φανή Χαλκιά έκανε δηλώσεις στις οποίες απέδωσε τη νίκη της στο DNA του Έλληνα. Δεν ξέρω αν είναι τόσο πιο έξυπνη από όσο δείχνει ή αν το είπε αυτό από απλή αμορφωσιά και επιπόλαιο ενθουσιασμό. Το σίγουρο πάντως, είναι ότι μίλαγε στην καρδιά χιλιάδων κακομοίρηδων που, αραχτοί στους καναπέδες, ρούφαγαν λαίμαργα από την τηλεόραση τη μεριδούλα της δόξας που τους αναλογούσε και χαμογελούσαν με καμάρι.
Όταν επιλέγεις να νιώθεις περήφανος για το προσωπικό επίτευγμα κάποιου άλλου, στο οποίο δεν είχες καμία συμβολή, αυτομάτως επιλέγεις και να έχεις ευθύνη για τις όποιες μαλακίες του. Έτσι, αυτοί που πανηγύριζαν το μετάλλιο της Χαλκιά πριν τέσσερα χρόνια, σήμερα ντρέπονται και νιώθουν πως τους εξέθεσε, αυτούς και τη χώρα. Δυστυχώς, ντρέπονται για το λάθος λόγο. Σε σύγκριση με το ίδιο το γεγονός της αποκάλυψης του εκάστοτε ντοπαρισμένου, είναι πολύ μεγαλύτερη ντροπή η ελληνική ανάγκη της ηρωοποίησης ανθρώπων που είναι φως φανάρι πως ντοπάρονται. Γιατί ήταν φως φανάρι. Όλοι λοιπόν όσοι χθες πανηγύριζατε με τη Χαλκιά και σήμερα "σοκάρεστε" υποκριτικά με το ξεμπρόστιασμα της φταίτε τουλάχιστον το ίδιο με αυτή. Μη γελιέστε - και οι Χαλκιάδες και οι Θάνου και οι Κεντέρηδες είναι δικά σας δημιουργήματα.